- μεθημερινος
- μεθημερινόςμεθ-ημερῐνός21) дневной
(φῶς Plat.; φάσματα Plut.)
2) совершающийся днем(γάμοι Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φῶς Plat.; φάσματα Plut.)
(γάμοι Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεθημερινός — μεθημερινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.) 2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
μεθημερινά — μεθημερινός by day neut nom/voc/acc pl μεθημερινά̱ , μεθημερινός by day fem nom/voc/acc dual μεθημερινά̱ , μεθημερινός by day fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινῶν — μεθημερινός by day fem gen pl μεθημερινός by day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινόν — μεθημερινός by day masc acc sg μεθημερινός by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημεριναῖς — μεθημερινός by day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημεριναί — μεθημερινός by day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινοῖς — μεθημερινός by day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινοί — μεθημερινός by day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινοῦ — μεθημερινός by day masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινούς — μεθημερινός by day masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθημερινῆς — μεθημερινός by day fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)